Α. ΝΗΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
Σύμφωνα με των Νηών Κατάλογο της Ιλιάδας (Β, 569-576) πλοία από την Πελλήνη και τη Γονόεσσα μετείχαν στην Τρωική εκστρατεία κάτω από την ηγεσία του Αγαμέμνονα:
Αναζητώντας την ιστορική πραγματικότητα μέσα στο έπος, τίθεται το ερώτημα αν αυτές οι ονομασίες ανταποκρίνονται σε θέσεις πόλεων της μυκηναϊκής εποχής, δεδομένου ότι στα ομηρικά έπη συχνά εσφαλμένα ανάγονται στοιχεία του 8ου αιώνα στην εποχή του Τρωικού πολέμου. Προκειμένου να διερευνηθούν αυτά τα ερωτήματα, θα εξεταστούν κριτικά οι αναφορές των γραπτών πηγών στην Πελλήνη και στη Γονόεσσα και θα διασταυρωθούν με τα αρχαιολογικά δεδομένα.
Β. Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΠΕΛΛΗΝΗΣ
Η Πελλήνη αναφέρεται από πολλούς αρχαίους έλληνες συγγραφείς. (Παυσανία, Στράβωνα, Θουκυδίδη κλπ. ).
Αναφορικά με τη θέση της ο Παυσανίας και ο Στράβων την προσδιορίζουν ως εξής:« Από την παραθαλάσσια Αίγειρα ως τους Αριστοναύτες είναι πορεία 120 σταδίων από τους Αριστοναύτες ως την Πελλήνη η απόσταση είναι η μισή» (Παυσ. VII,26,14). « Η πόλη των Πελληνέων βρίσκεται σε βουνό, του οποίου η κορυφή υψώνεται απόκρημνη και είναι γιαυτό ακατοίκητη» (Παυσ. VII., 27,1). « ’έστι δ’ η Πελλήνη στάδια εξήκοντα της θαλάττης υπερκειμένη, φρούριον ερυμνόν» ( Στράβων Η΄, 386c). Επομένως, σύμφωνα και με τους δύο συγγραφείς, η Πελλήνη είναι ορεινή πόλη κτισμένη σε απόκρημνη θέση και απέχει 60 στάδια από τη θάλασσα. Επίσης η θέση της εντοπίζεται ανάμεσα στους ποταμούς Σύθα και Κριό. « Από τα ποτάμια που κατεβαίνουν από τα υπέρ την Πελλήνη βουνά, το προς το μέρος των Αιγειρών ονομάζεται Κριός..... Εκεί που είναι οι όροι των πελληνέων προς τους σικυωνίους βρίσκεται ο ποταμός Σύθας, τελευταίος από τους ποταμούς της Αχαϊας, ο οποίος χύνεται στη θάλασσα της Σικυώνας» (Παυσ.VII,27,12).
Η ορεινή κοινότητα Ζούγρα βρίσκεται ανάμεσα σε αυτούς τους ποταμούς και περίπου σε αυτήν την απόσταση από τη θάλασσα. Κοντά στο χωριό υπήρχαν ορατά αρχαία ελληνικά ερείπια (τοίχος, σπόνδυλοι κιόνων), όπως αναφέρει ο W. M. Leake (1830, σελ. 2145-220 και 1846 σελ. 403-406). Αυτός αλλά και ο F. von Duhn (1878) ταυτίζουν τη Ζούγρα με την Πελλήνη. Στα 1931 και 1932 ο καθηγητής Α. Ορλάνδος (1931, 1932) διεξήγαγε ανασκαφές στην περιοχή της Ζούγρας με ανασκαφικά επιγραφικά ευρήματα που επιβεβαιώνουν τη θέση της αρχαίας Πελλήνης στη Ζούγρα.
Γ. Η ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΠΕΛΛΗΝΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΣΑΝΙΑ
Ο Παυσανίας (VII,27, 1-12) αναφέρει στο δρόμο προς την Πελλήνη άγαλμα του Δολίου Ερμή και ιερό της Αθηνάς, στο οποίο υπήρχε χρυσελεφάντινο άγαλμα, το οποίο κατά τους Πελληνείς είχε φτιάξει ο Φειδίας. Αυτό απεικονίζεται και σε νομίσματα της Πελλήνης. Πάνω από το ναό της Αθηνάς υπήρχε άλσος της Σωτήρας Αρτέμιδος, περιφραγμένο με τείχος, στο οποίο δεν επιτρεπόταν η είσοδος εκτός από τους ιερείς, που ήταν άνδρες ντόπιοι και από ένδοξα γένη. Απέναντι υπήρχε ιερό του λαμπτήρος Διονύσου, προς τιμήν του οποίου γιόρταζαν τα Λαμπτήρια. Τη νύχτα έφερναν αναμμένες δάδες στο ιερό και τοποθετούσαν κρατήρες με κρασί σε όλη την πόλη (σχετική παράσταση Διονύσου σε νόμισμα). Υπήρχε ακόμη ιερό του Θεοξενίου Απόλλωνα με χάλκινο άγαλμα προς τιμήν του οποίου τελούσαν αγώνες τα Θεοξένια. Αν και ο Παυσανίας αναφέρει ότι ήταν μόνο για τους ντόπιους και με χρηματικά έπαθλα, ο Πίνδαρος έχει γράψει ωδές για αθλητές που δεν ήταν ντόπιοι, είχαν νικήσει στην Πελλήνη και είχαν λάβει ως έπαθλο μάλλινο μανδύα (Πινδ. Ολ. 9, 97, Νε. 10,44).
Κοντά στο ιερό του Απόλλωνα υπήρχε και ναός της Αρτεμης με το άγαλμα της τοξότριας. Στην αγορά της Πελλήνης υπήρχε δεξαμενή που μάζευε όλα τα νερά της πηγής Γλυκείας. Για λουτρά χρησιμοποιούσαν τα βρόχινα νερά μόνο, επειδή από τις λίγες πηγές που ήταν χαμηλότερα στην πόλη, είχαν μόνο το νερό που έπιναν. Υπήρχε επίσης γυμναστήριο και ιερό της Ειλειθυίας. Κάτω από το γυμναστήριο υπήρχε το Ποσείδιον, που παλιότερα ήταν συνοικισμός της Πελλήνης. Ο Παυσανίας το βρήκε έρημο και αναφέρει ότι στην εποχή του οι Πελληνείς εξακολουθούσαν να το ονομάζουν ιερό του Ποσειδώνα.
Νομίσματα της Πελλήνης ρωμαϊκών-αυτοκρατορικών χρόνων που απεικονίζουν
τα σημαντικότερα αγάλματα θεών, τα στημένα σε ιερά ή ναούς της πόλης.
Δ. ΟΙ ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΣΤΗΝ ΠΕΛΛΗΝΗ ΑΠΌ ΤΟΝ ΟΡΛΑΝΔΟ
Οι ανασκαφές στην περιοχή της Ζούγρας από τον Ορλάνδο (1931-1932) επέτρεψε την ταύτιση της θέσης αυτής με την Πελλήνη, με βάση κυρίως τα επιγραφικά ευρήματα. Η ανασκαφή στο ύψωμα Τσέρκοβα, όπου υπήρχαν τα περισσότερα λείψανα παλιάς εγκατάστασης, απεκάλυψε υστερορωμαϊκά μόνο κατάλοιπα, ενώ στη νοτιοδυτική πλαγιά του υψώματος καθαρίστηκε ημικυκλική κατασκευή που έχει στο εσωτερικό της τρεις σειρές εδωλίων και διάμετρο 13, 80 μ.
Σε μικρό ύψωμα στα ανατολικά του χωριού ανασκάφηκε κρηπίδωμα μήκους 30 μ. Βρέθηκε και κομμάτι δωρικού κιονόκρανου καθώς και επίκρανο παραστάδας με επίστεψη δωρικού κυματίου και γωνιαία τρίγλυφος με ενωμένη τη μετόπη.
Αυτά τα ευρήματα ο Ορλάνδος (1931, 76) τα συσχετίζει με τον αναφερόμενο από τον Παυσανία (VII, 27,2) ναό της Αθηνάς και σημειώνει: «Ο Παυσανίας αναβαίνων από το επίνειο της Πελλήνης Αργοναυτών (ή Αριστοναυτών, παρά το σημερινόν Ξυλόκαστρον) εις την πόλιν συναντά πρώτον τον ναόν της Αθηνάς, όπου ήτο ανιδρυμένον το χρυσελεφάντινον άγαλμα της θεάς, έργο του Φειδίου. Ο ναός ούτος ήτο κατά τον αυτόν περιηγητήν εκ λίθου εγχωρίου κατειργασμένος. Και η μεν θέσις και το υλικόν του ανευρεθέντος εν Σεντερήνα κρηπιδώματος συμφωνούν προς τα υπό τον Παυσανίαν λεγόμενα». Ως χρονολογία αυτών των αρχιτεκτονικών μελών ο Ορλάνδος δέχεται το τέλος του 5ου ή το πρώτο μισό του 4ου αιώνα πΧ.
Σε μικρή απόσταση έξω από τα δυτικά κράσπεδα του σημερινού χωριού ο Α. Ορλάνδος ανέσκαψε δωμάτιο ελληνιστικής κατοικίας με ψηφιδωτό δάπεδο (το εικονιζόμενο). Τόσο η επιλογή του θέματος όσο και η πιστότητα στην απεικόνισή του δείχνουν τη στενή σχέση των Πελληνέων με τη θάλασσα. Με στρογγυλές σκούρες μπλε ψηφίδες υποδηλώνεται η θάλασσα και με λευκές απεικονίζονται θαλάσσια κήτη (μάλλον καρχαρίες), μέδουσες και άλλοι θαλάσσιοι οργανισμοί.
Ε. Η ΚΩΜΗ ΠΕΛΛΗΝΗ
Παρόλο που τα ευρήματα επιτρέπουν την ταύτιση της θέσης των ανασκαφών του Ορλάνδου με την Πελλήνη, δεν είναι βέβαιο ότι η Πελλήνη που αναφέρεται στην Ιλιάδα βρίσκεται σε αυτήν ακριβώς τη θέση. Ο Στράβων (Η, 386c) αναφέρει « έστι δε και κώμη Πελλήνη, όθεν και αι Πελληνικαί χλαίναι, ας και αθλα ετίθεσαν εν τοις αγωσι. κείται δε μεταξύ Αιγίου και Πελλήνης». Ο Παυσανίας δεν αναφέρει αυτήν την κώμη Πελλήνη. Αυτό αποδεικνύει κατά τον Σ. Κουτύβα (1966, σελ. 299-300), ότι η κώμη αυτή δε βρισκόταν στην παραλία και επομένως στη διαδρομή που ακολούθησε ο Παυσανίας, αλλά στην ανατολική πλευρά της Χελιδορέας, όπου βρίσκεται σήμερα το χωριό Γελλήνη και το οποίο διατήρησε παραφθαρμένο το όνομα της αρχαίας Πελλήνης. «Λείψανα της αρχαιότητας υπάρχουν αρκετά κάτω από τις τρεις συνοικίες της Γελλήνης, όπου πρέπει να βρίσκονταν η αρχαία πόλη της Πελλήνης προτού μετοικήσουν στη νεώτερη πόλη, την οποία έχτισαν στη σημερινή Ζούγρα. Λόγοι, φαίνεται, όχι μόνο ασφαλείας, αλλά και συγκοινωνίας, οδήγησαν τους Πελληνείς να χτίσουν τη νέα τους πόλη πάνω στο λόφο της σημερινής Ζούγρας. Ετσι η νέα Πελλήνη, μπορούσε να επικοινωνεί γρηγορότερα με το λιμάνι της, τους Αριστοναύτες. Επίσης και τα λείψανα αρχαίου υδραγωγείου, που βρίσκονται πάνω στο Μαυρόρος δείχνουν τη μεταφορά νερού από τις πλούσιες πηγές της παλαιάς πόλης προς τη νέα. Φαίνεται ότι μετά την αναχώρηση του πληθυσμού, η αρχαιότερη Πελλήνη ξέπεσε σε κώμη, η οποία όμως έγινε αποκλειστικά βιομηχανική διότι εκεί, ως αναφέρουν οι αρχαίοι συγγραφείς, παρασκευάζονταν οι ονομαστές χλαίνες, οι οποίες δίνονταν ως έπαθλα στους νικητές αθλητές» (Κουτύβας, 1966, σ. 299-300).
ΣΤ. TO ΛΙΜΑΝΙ ΤΩΝ ΑΡΙΣΤΟΝΑΥΤΩΝ
«Από την παραθαλάσσια Αίγειρα ως τους Αριστοναύτες είναι πορεία 120 σταδίων..... Το όνομα Αριστοναύτες λένε πως δόθηκε στο επίνειο, διότι οι ήρωες που έπλευσαν με την Αργώ είχαν προσορμιστεί και σε αυτό το λιμάνι» (Παυσανίας, VII, 26,14). Σύμφωνα με τους καταλόγους των Αργοναυτών του Απολλώνιου του Ρόδιου και των Ορφικών, Αργοναυτικών (Κακριδής, 1986, 134-138) ο Αμφίων και ο Αστέριος από την Πελλήνη έλαβαν μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία.
Επίσης η ισχυρή πολεμική ναυτική δύναμη της Πελλήνης αναφέρεται και στο Θουκυδίδη ο οποίος σημειώνει ότι από τους συμμάχους των Λακεδαιμονίων ναυτικό έδιναν οι Κορίνθιοι, οι Μεγαρείς, οι Σικυώνιοι, οι Πελληνείς, οι Ηλείοι, οι Αμβρακίωνες και οι Λευκάδιοι (Θουκ. Ι,125). Επίσης μετά την καταστροφή των Αθηναίων στη Σικελία , η κυβέρνηση των Λακεδαιμονίων επέβαλε στις διαφόρους συμμάχους πόλεις την κατασκευή 100 πολεμικών πλοίων, προσδιορίζοντας για τους Αρκάδες και Πελληνείς και Σικυωνίους 10 πλοία (Θουκ. Β, 9). Το λιμάνι των Αριστοναυτών φαίνεται να είναι ανθηρό και εξαιτίας των εμπορικών συναλλαγών (χλαίνες, μεταλλεύματα) και μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια (Κουτύβας, 1962).
Σχετικά με τη θέση του λιμανιού των Αριστοναυτών ο Σ. Κουτύβας (1966, 298-299) αναφέρει, την εποχή που ήταν ορατά αρκετά λείψανά του, τα εξής: « Οι Αριστοναύτες βρίσκονταν δυτικά του Σύθα και μεταξύ αυτού και του χωριού Καμάρι. Ο λιμενοβραχίονας των Αριστοναυτών φαίνεται και σήμερα ακόμα σε αρκετή απόσταση μέσα στη θάλασσα. Μάλιστα το 1963, αποκαλύφθηκε στο χτήμα Αλογογιάννη και αρκετό μέρος από το λιμενοβραχίονα αυτόν, που υπάρχει σήμερα στην ξηρά. Δυστυχώς η αδιαφορία της αρχαιολογικής υπηρεσίας είχε ως αποτέλεσμα το χώσιμο και πάλι του τμήματος τούτου του λιμενοβραχίονα από τον ιδιοκτήτη του, ο οποίος το πώλησε και στη θέση εκείνη χτίστηκε πτηνοτροφείο. Φαίνεται, αν κρίνουμε από την αποκάλυψη του μικρού αυτού τμήματος του λιμενοβραχίονα, ότι το λιμάνι είχε σκαφτεί σε αρκετό μήκος μέσα στην ξηρά και ότι ο λιμενοβραχίονας του είχε βορειοανατολική κατεύθυνση ώστε να προστατεύει τα πλοία από τους βορειοδυτικούς ανέμους του Κορινθιακού κόλπου. Σήμερα ακόμη, που δεν έχει γίνει ολοκληρωτική η πρόσχωση, μπορεί να δει κανείς όλο το άνοιγμα του αρχαίου τούτου λιμανιού στην ξηρά, που βρίσκεται 2-3 μέτρα κάτω από την επιφάνεια του παραπάνω επιπέδου. Ο Κούρτιος (Pelop. Ι, 480), το τοποθετεί στον έξω κάμπο του Ξυλοκάστρου». Σήμερα είναι ορατά στο βυθό , στου Γιαρένη και σε μικρή απόσταση από την παραλία λιγοστά ρωμαϊκά κατάλοιπα.
Ζ. Η ΓΟΝΟΕΣΣΑ
Για τη Γονόεσσα ο Παυσανίας (VII, 26,13) αναφέρει ότι « Μια πολίχνη ονομαζομένη Δονούσσα, η οποία ήταν υπήκοος των σικυωνίων και βρισκόταν ανάμεσα στην Αιγείρα και στην Πελλήνη, καταστράφηκε από τους σικυωνίους». Υποστηρίζει ακόμα ότι ο Ομηρος τη μνημονεύει ως Δονόεσσα, « όταν όμως ο Πεισίστρατος μάζευε τα ομηρικά έπη που ήταν σκόρπια και δαιτηρούνταν στη μνήμη σποραδικά, τότε ο ίδιος ή κάποιος απ’ τους συνεργάτες του παραμόρφωσε το όνομα από άγνοια. Δεν υπάρχουν ανασκαφικά δεδομένα που με ασφάλεια να επιτρέπουν τον εντοπισμό της θέσης της Γονόεσσας. Με βάση το δεδομένο του Παυσανία ότι κείται μεταξύ Πελλήνης και Αίγειρας και το χαρακτηρισμό του Ομήρου ότι είναι «αιπεινή», δηλαδή υψηλόκρημνη, ορισμένοι την τοποθετούν στην κορφή του βουνού της Παναγίας στο Καμάρι Κορινθίας, άλλοι στο Αυγό Λυκοποριάς ή στον Πύργο Κορινθίας. Πάντως μεταξύ του βουνού της Παναγίας και του χωριού Καμάρι υπάρχει λόφος απόκρημνος προς τα δυτικά ενώ προς τα ανατολικά η πλευρά του κατεβαίνει ομαλά πος την πεδιάδα του Καμαρίου. Εκεί βρίσκεται μια μεγάλη επίπεδη επιφάνεια, όπου υπάρχουν ερείπια της αρχαιότητας, οικοδομών, υδραγωγείων κλπ. και έχουν βρεθεί πολλά θραύσματα αγγείων. Το 1959 ο τότε Εφορος Αργολιδικορινθίας Βερδελής διεξήγαγε εκεί πρόχειρες ανασκαφικές έρευνες, οι οποίες απεκάλυψαν τμήματα οικοδομημάτων του 5ου και 4ου αιώνα πΧ. Σύμφωνα με αυτά τα ευρήματα ο Βερδελής στην έκθεσή του στο Υπουργείο τονίζει ότι αυτή θα πρέπει να ήταν η θέση της αναφερομένης από τον Παυσανία Δονούσσας. Αυτές οι πληροφορίες έχουν καταγραφεί από τον Κουτύβα (1966, 301-302). Επίσης σε αυτήν τη θέση έχει τοποθετήσει τη Γονόεσσα και ο Λογιωτατίδης (1867, 508).
Η. Η ΠΕΛΛΗΝΗ ΚΑΙ Η ΓΟΝΟΕΣΣΑ ΥΠΗΡΧΑΝ ΚΑΙ ΣΤΗ ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ;
Ενα σημαντικό ερώτημα είναι αν αυτές οι πόλεις που αναφέρονται στα ομηρικά έπη του 8ου αιώνα υπήρχαν και στη μυκηναϊκή εποχή. Δυστυχώς στην περιοχή δεν έχουν γίνει εκτεταμένες συστηματικές ανασκαφές , ώστε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα πού ακριβώς υπήρχαν μυκηναϊκοί οικισμοί.
Πάντως η αναφορά στην Ιλιάδα διασταυρώνεται με του Θουκυδίδη, ο οποίος παραδίδει την πληροφορία ότι η Σκιώνη, πόλις που βρίσκεται στην χερσόνησο της Παλλήνης αποστάτησε από τους Αθηναίους και ενώθηκε με το Βρασίδα. Οι Σκιωναίοι ισχυρίζονται ότι κατάγονται από την Πελλήνη της Πελοπονήσσου και ότι οι πρόγονοί τους, όταν επέστρεφαν από την Τροία, παρασύρθηκαν στη Σκιώνη από την τρικυμίαν και εγκαταστάθηκαν εκεί (Θουκ. Δ΄, 120). Ο Στράβων ( Ζ΄, 330) αναφέρει επιπλέον ότι όταν οι Πελληνείς βγήκαν στην ξηρά έχτισαν την Παλλήνη, η οποία είχε 4 κώμες: την Αφυτο, τη Μένδη, τη Σκιώνη και τη Σάνη.
Επιπλέον, φιλολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι ο «Νηών Κατάλογος» ανήκει στα παλαιότερα τμήματα του έπους και ότι η πρώτη μορφή του πρέπει να είχε στιχουργηθεί στα μυκηναϊκά χρόνια (Ιακωβίδης, 1970, 262-265). Συγκεκριμένα η φιλολογική ανάλυση δείχνει ότι αποτελεί ένα μικρό αυτοτελές έπος με δική του εισαγωγή και επίκληση στις μούσες, που περιγράφει την πολιτική διάρθρωση των Ελλήνων, όπως πρέπει να ήταν όταν ξεκίνησαν την εκστρατεία και όχι κατά το δέκατο έτος του πολέμου, που αρχίζει η διήγηση της Ιλιάδας. Η σύγκρισή του με το υπόλοιπο έπος δείχνει ότι υπάρχουν μεταξύ των κειμένων διαφορές σε σοβαρά θέματα. Για παράδειγμα η έκταση της κυριαρχίας και η σημασία του Αγαμέμνονα ο οποίος αναφέρεται στην Ιλιάδα ως κυρίαρχος της Αργολίδας και πολλών νησιών, που ο κατάλογος αποδίδει στο Διομήδη. Στον Κατάλογο ο Αγαμέμνων περιορίζεται στις Μυκήνες και στη βόρεια παραλία της Πελοποννήσου. Ανάλογες διαφορές παρατηρούνται και αναφορικά με τη θέση και τη σημασία των Βοιωτών (μηδαμινή στην Ιλιάδα, αλλά εξέχουσα στον Κατάλογο), του Αχιλλέα, ο οποίος κατά τον Κατάλογο εξουσιάζει μια μικρή περιοχή στις εκβολές του Σπερχειού, κατά την Ιλιάδα όμως μια εκτεταμένη χώρα που φθάνει μέχρι την Ιωλκό και το Πήλιο, ακόμα και του Οδυσσέα, ο οποίος εμφανίζεται στον Κατάλογο με την περιοχή του διχοτομημένη από το πολύ ισχυρότερο κράτος του Μέγη, τον οποίο η Ιλιάς έχει μετακινήσει στη χώρα των Επειών. Αυτές οι συγκριτικές μελέτες δείχνουν ότι ο Κατάλογος και η Ιλιάδα γράφτηκαν σε διαφορετικούς χρόνους και ότι συνδέθηκαν αργότερα χωρίς να γίνει καμία σοβαρή προσπάθεια να ταυτίζονται έστω και οι σημαντικότερες πληροφορίες τους.
Η φιλολογική αυτή εργασία συμπληρώνεται από τα αρχαιολογικά δεδομένα, που δείχνουν ότι η Ελλάς του Καταλόγου είναι πολύ διαφορετική από αυτήν της εποχής της συγγραφής των ομηρικών επών. Στον Κατάλογο δηλαδή περιγράφεται μια πολιτική διαίρεση πολύ διαφορετική από εκείνη που δημιουργήθηκε μετά την εισβολή των Θεσσαλών και την κάθοδο των Δωριέων, τους οποίους αγνοεί εντελώς. Από τις 164 θέσεις που αναφέρονται , πάνω από 60 είναι εξακριβωμένες μυκηναϊκές από τις ανασκαφές κυρίως και από τη σύνδεσή τους με παλαιούς μύθους και παραδόσεις. Οι υπόλοιπες δεν αποκλείεται να είναι μυκηναϊκές και πάντως δεν υπάρχει καμία δωρική. Το κυριότερο πάντως είναι ότι η τοποθεσία του ενός τετάρτου του συνόλου των πόλεων ήταν άγνωστη στους Ελληνες των ιστορικών χρόνων. Γύρω στις 40 αναφέρονται αποκλειστικά και μόνο στον Κατάλογο. Οι ονομασίες τους και μάλιστα τα συγκεκριμένα και χαρακτηριστικά περιγραφικά επίθετα που τις συνοδεύουν δεν είναι δυνατόν να διεσώθηκαν παρά μόνο εάν δεχθούμε ότι ο Κατάλογος είχε συνταχθεί σε μία εποχή που τα τοπωνύμια ήταν γνωστά και εν χρήσει και ότι όταν αργότερα άλλαξαν και αυτά μαζί με τις γενικότερες γεωγραφικές και πολιτικές συνθήκες στην Ελλάδα, η μνήμη τους επέζησε, επειδή τα είχε διατηρήσει η προφορική επική παράδοση. Ανάλογες μελέτες δείχνουν ότι και ο Κατάλογος των συμμάχων του Πριάμου έχει συνταχθεί σε εποχή πολύ κοντινή στα γεγονότα του Τρωικού πολέμου (Ιακωβίδης, 1970, 284-285).
Αναφορικά με τα αρχαιολογικά δεδομένα σημειώνεται ότι στη Δ. Κορινθία έχουν ανασκαφεί δύο μυκηναϊκοί τάφοι στο Δερβένι από το Βερδελή (1956) και έχουν εντοπιστεί επιφανειακά ευρήματα, κυρίως όστρακα υστεροελλαδικής και μυκηναϊκής εποχής στη δυτική όχθη του Σύθα, νότια του συνοικισμού των Μερτικεϊκων και στο Α. Διμηνιό από τον Gebauer (1939, 272-275, 287) (Συριόπουλος,1964, 46-47, 86).
Ενα ακόμα επιχείρημα για την ύπαρξη της Πελλήνης και στα μυκηναΪκά χρόνια είναι ότι σε όλες σχεδόν τις υπόλοιπες πόλεις που αναφέρει ο Ομηρος κάτω από την ηγεμονία του Αγαμέμνονα, έχουν αποκαλυφθεί ευρήματα της μυκηναϊκής εποχής (Μυκήνες, Κλεωνές, Αίγειρα, Αίγιον, «Αραιθυρέη», Σικυών).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βερδελής, Ν.Μ. (1956). Aνασκαφαί μεμονωμένων μυκηναϊκών τάφων. Αρχαιολογική Εφημερίς, σ. 11-15.
Duhn, F. von. (1878). Bericht ueber eine Reise in Achaia, Athenische Mitteilungen, s. 60-81.
Gebauer, Κ. (1939). Forschungen in der Argolis- Korinthia. Jahrbuch des Deutschen Archaeologischen Instituts. Mit dem Beiblatt Archaeologischer Anzeiger. Berlin: Walter de Gruyter, Band 54, s. 268-287.
Θουκυδίδου Ιστορία, Μετ. Α. Βλάχου, Εκδ: Γαλαξίας.
Ιακωβίδης, Σ. (1970). Οι αιώνες της Αχαϊκής Κυριαρχίας. Ιστορία Ελληνικού Έθνους. Εκδοτική Αθηνών, σελ. 260-293.
Κακριδής, Ι. (1986). Ελληνική Μυθολογία. Τόμος 4. Εκδοτική Αθηνών.
Κουτύβας, Σ. (1962). Τα ιστορικά του Ξυλοκάστρου. Τόμος Α΄.Αθήνα.
Κουτύβας, Σ. (1966).Ιστορία της Κορινθίας, Αθήνα.
Leake, W. M. (1830).Travels in the Morea. Vol.3, London: John Murray.
Leake, W. M. (1846). Peloponnesiaca. Amsterdam: Adolf M. Hakkert.
Λογιωτατίδης, Σ. (1867). Αι κώμαι της Πελλήνης και οι Αριστοναύται. Εκδ: Πανδώρα, τομ. 17.
Ομήρου Ιλιάδα (1875). Εκδ: Γ. Μιστριώτου. Αθήνα.
Ορλάνδος, Α. (1931). Ανασκαφαί εν Πελλήνη. Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας, σελ 73-78.
Ορλάνδος, Α. (1932). Ανασκαφή εν Πελλήνη. Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας, σελ. 1-2, 62-63.
Παπαχατζή, Ν. (1976). Παυσανίου Ελλάδος περιήγησις. Εκδοτική Αθηνών.
Στράβων Γεωγραφικά. Μετ. Αραπόπουλου. Εκδ. Πάπυρος